- εὔθηλος
- εὔθηλ-ος, ον, ([etym.] θηλή)A with distended udder, E.IA579 (lyr.), Ba.737, AP9.224 (Crin.);
εὐ. μαστὸς θεᾶς Lyc.1328
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐ. μαστὸς θεᾶς Lyc.1328
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύθηλος — εὔθηλος, ον (Α) 1. (για θηλ.) αυτή που έχει ευτραφείς μαστούς («αἶγα εὔθηλον») 2. (ως επίθ. τού μαστού) ευτραφής, μεγάλος («μαστὸν εὔθηλον θεᾱς», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηλή] … Dictionary of Greek
εὔθηλον — εὔθηλος with distended udder masc/fem acc sg εὔθηλος with distended udder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔθηλοι — εὔθηλος with distended udder masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθηλούμαι — εὐθηλοῡμαι, έομαι (Α) [ευθηλος] έχω θηλάσει καλά, είμαι ευτραφής, παχύς («χοῑρον εὐθηλούμενον», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
θηλή — (Ανατ.). Επιστημονική ονομασία προεξοχής της επιφάνειας ορισμένων οργάνων του σώματος. Οι πιο γνωστές θ., των οποίων η κοινή ονομασία είναι ρώγες, είναι αυτές των μαστών. Αναφέρονται και πολλές άλλες, όπως οι γευστικές θ. της γλώσσας, στις οποίες … Dictionary of Greek